- τρίλιθος
- τρί-λιθος, von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίλιθος — η, ο / τρίλιθος, ον, ΝΜ αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο μνημείο από τρεις λίθους μσν. το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
ԵՐԵՔՔԱՐԵԱՆ — ( ) NBH 1 0682 Chronological Sequence: 8c, 12c ա.մ. τρίλιθος trigemmis, vel tribus lapidibus Ունօղ կամ ունելով զերիս քարինս պատուականս, կամ ողորկս. *Քակեաց եւ զտաճարն ... զհռչակաւոր զերեքքարեանն. Խոր. ՟Գ. 33: *Որդի դաւթեայ ... հարցէ ըզքեզ այդր ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)